εντάμα

εντάμα
επίρρ. вместе

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εντάμα" в других словарях:

  • εντάμα — επίρρ. αντάμα, μαζί …   Dictionary of Greek

  • αντάμα — (Μ ἀντάμα) επίρρ. μαζί, παρέα, από κοινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. αντάμα, εντάμα, που προέκυψε από τη μτγν. φρ. «ἐν τῷ ἅμα» με αποβολή του ω προ του ισχυρότερου α και αφομοίωση του αρχικού ε. Πρβλ. αντάμι, εντάμι, αντάμε, ανταμώς, ενταμώς, αντάμως,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»